- δίκραιρος
- δίκραιρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει δύο κέρατα2. ο σχισμένος στα δύο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι*- + -κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίκραιρος — two horned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικραίροιο — δίκραιρος two horned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικραίρῳ — δίκραιρος two horned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκραιρα — δίκραιρος two horned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… … Dictionary of Greek